- γονατιά
- η1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο2. χτύπημα με το γόνατο3. (για φυτά) καταβολάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονάτια — γονάτιον hip joint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek